φίλεργος

φίλεργος
-η, -ο / φίλεργος, -ον, ΝΑ, και φιλεργός και φιλοεργός και φιλόεργος και αττ. τ. φιλοῡργος Α
αυτός που αγαπά την εργασία, φιλόπονος, εργατικός
αρχ.
(το ουδ. στον τ. φιλεργός ως ουσ.) τὸ φιλεργόν
η φιλεργία.
επίρρ...
φιλέργως ΝΜΑ, και φιλεργῶς Α
με φιλεργία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + -εργος / -εργός (< ἔργον*), πρβλ. χείρ-εργος / χειρο-εργός. Ο τ. απαντά και στη Μυκηναϊκή (πρβλ. μυκην. ανθρωπωνύμιο Piroweko)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φιλεργός — industrious masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φίλεργος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλεργός — όν, Α βλ. φίλεργος …   Dictionary of Greek

  • φίλεργος — η, ο φιλόπονος, εργατικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φιλεργότατον — φίλεργος masc acc superl sg φίλεργος neut nom/voc/acc superl sg φιλεργός industrious masc acc superl sg φιλεργός industrious neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλεργόν — φιλεργός industrious masc/fem acc sg φιλεργός industrious neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλεργότατος — φίλεργος masc nom superl sg φιλεργός industrious masc nom superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλέργως — φίλεργος adverbial φίλεργος masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φίλεργον — φίλεργος masc/fem acc sg φίλεργος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλεργοί — φιλεργός industrious masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”